- ἀπηγόρημα
- ἀπηγόρ-ημα, ατος, τόA defence, opp. κατηγόρημα, Pl.Lg.765b.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀπηγόρημα — defence neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)